- πηλήκιο
- το, Νείδος καπέλου με γείσο τών στρατιωτικών, αστυνομικών, μαθητών και άλλων κοινωνικών κατηγοριών.[ΕΤΥΜΟΛ. < *πηλήκ-ιον υποκορ. τού αρχ. πήληξ «κράνος». Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Γρ. Χαντσερή].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πηλήκιο — το είδος καπέλου, κυρίως στρατιωτικού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κασκέτο — το 1. κάλυμμα τού κεφαλιού με γείσο που χρησιμοποιείται ιδίως από τους ναυτικούς 2. στρατιωτικό πηλήκιο 3. μαθητικό πηλήκιο 4. κάθε άκομψο καπέλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. casc etto] … Dictionary of Greek
δίκοχος — η, ο 1. αυτός που έχει δύο γωνιώδεις προεξοχές 2. επίσημο καπέλο τών διπλωματών, τρικαντό 3. το ουδ. ως ουσ. το δίκοχο στρατιωτικό πηλήκιο χωρίς γείσο, με δύο μυτερές άκρες μπρος και πίσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι (< δις) + κόχη*. Το ουδ. δίκοχο με τη … Dictionary of Greek
επίκρανο — το (Α ἐπίκρανον) [κρανίον] νεοελλ. το σακοειδές σχήμα τής χλαίνης που καλύπτει το κεφάλι πάνω από το πηλήκιο τών στρατιωτικών, η κουκούλα αρχ. 1. κάθε κάλυμμα ή κόσμημα τού κεφαλιού, κεφαλόδεσμος 2. αρχιτ. το κιονόκρανο, το αρχιτεκτονικό μέλος… … Dictionary of Greek
καλύπτρα — η (AM καλύπτρα, Α ιων. τ. καλύπτρη) [καλύπτω] 1. αυτός που καλύπτει, που σκεπάζει κάτι, το κάλυμμα 2. τεμάχιο λεπτού υφάσματος με το οποίο καλύπτουν οι γυναίκες το κεφάλι ή το πρόσωπο, κεφαλοπάνι, βέλο («ἀπὸ δὲ λιπαρὴν ἔρριψε καλύπτρην», Ομ. Ιλ.) … Dictionary of Greek
κονκάρδα — και κογκάρδα και κοκάρδα, η 1. μικρό διακριτικό σήμα σε καπέλο, σε ένδυμα ή σε διάφορα βιομηχανικά προϊόντα 2. το εθνόσημο που τοποθετείται πάνω στο πηλήκιο τών στρατιωτικών. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. cocarde, θηλ. τού cocard < coq «πετεινός»] … Dictionary of Greek
κύβαρο(ν) — το πηλήκιο τών αξιωματικών και υπαξιωματικών τού ελληνικού πεζικού και πυροβολικού κατά την εποχή τού Όθωνος … Dictionary of Greek
λοφίο — το (AM λοφίον) (στη βυζαντινή αρχιτεκτονική) καθένα από τα σφαιρικά τρίγωνα μέσω τών οποίων γίνεται η μετάβαση από τα τέσσερα ημικυκλικά τόξα στην οριζόντια κυκλική στεφάνη, όπου εδράζεται ο σφαιρικός θόλος νεοελλ. 1. θύσανος από φτερά που… … Dictionary of Greek
λοφιοφόρος — ο 1. αυτός που φέρει λοφίο στο πηλήκιο 2. (για πτηνά) αυτός που έχει λοφίο στο κεφάλι του … Dictionary of Greek
ουσάρος — Στρατιωτικός που ανήκε σε σώμα ελαφρού ιππικού. Ονομάστηκε έτσι για πρώτη φορά, το 1458 ο στρατιώτης των ειδικών τμημάτων ιππικού της εθνοφρουράς των Ευγενών στην Ουγγαρία. Τον 16o αι. οι Πολωνοί ονόμασαν ο. τα ειδικά τμήματα ιππικού των ευγενών … Dictionary of Greek